ὁλκάδα

ὁλκάδα
ὁλκάς
ship which is towed
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁλκάδ' — ὁλκάδα , ὁλκάς ship which is towed fem acc sg ὁλκάδι , ὁλκάς ship which is towed fem dat sg ὁλκάδε , ὁλκάς ship which is towed fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Feiá — Φειᾷ Feiá Poblado de la Antigua Grecia Datos generales Ubicación …   Wikipedia Español

  • DROMONES — naves cursoriae, longae et expeditae, apud Isid. Origin. l. 19. c. 1. Aelfricum in Glossis, Procop. Vandalic. l. 1. Alios. a velocitate cursus, qui Graecis δρόμος dicitur. Certe primus eorum usus fuit, ad cursum publicum; quem non equis tantum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευφορώ — εὐφορῶ, έω (Α) [εύφορος] 1. είμαι ή γίνομαι εύφορος, γόνιμος («ἀνθρώπου τινός πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα», ΚΔ) 2. (για πλοίο) ευπλοώ, είμαι καλοτάξιδος, κάνω καλό ταξίδι («εἴ τις ὁλκάδα τριάρμενον... εὐφοροῡσαν τε καὶ ἀκροκυματοῡσαν», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • κληματίδα — Βλ. λ. αγράμπελη. * * * η (AM κληματίς, ίδος) 1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα 2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ. νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …   Dictionary of Greek

  • ολκάς — Αρχαίο ελληνικό φορτηγό πλοίο. Είχε μεγάλο όγκο και πλάτος. Σε αρχαιότερους ακόμα χρόνους ήταν κοίλο και χωρίς κατάστρωμα. Το πλοίο αυτό είχε πανιά. Πολλές φορές όμως το ρυμουλκούσαν και σπανιότερα το κινούσαν με κουπιά. Ο. είχαν και οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • ολκαδικός — ὁλκαδικός, ή, όν (Α) [ολκάς] 1. αυτός που μοιάζει με ολκάδα 2. φρ. «πλοῑον ὁλκαδικόν» η ολκάς* …   Dictionary of Greek

  • προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • χειραγωγώ — χειραγωγῶ, έω ΝΜΑ [χειραγωγός] 1. οδηγώ κάποιον κρατώντας τον από το χέρι (α. «ὥσπερ τυφλὸν ἐχειραγώγει», Γρηγ. Ναζ. β. «δεσπότην μετὰ τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει», Ποσειδών.) 2. καθοδηγώ (α. «τὴν τοῡ νόμου παίδευσιν χειραγωγοῡσαν ἡμᾱς εἰς Χριστόν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”